Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

"Στην εποχή του πολέμου καταλαβαίνεις την πείνα..."


Ο Γιώργος είναι 11 ετών. Δεν τρώει κάθε μέρα. Αλλά όποτε έχει μαζί του ένα τοστ, το μοιράζεται με άλλα παιδιά στο σχολείο που πεινούν και...
λιποθυμούν, επειδή κι αυτά έχουν μέρες να φάνε, όπως αυτός.
«Τους έχω πει ό,τι έχουν στη ζωή τους να το μοιράζονται. Ακόμη κι αν αυτό είναι ένα ποτήρι νερό, και το κάνουν».
Η Β. Τριανταφύλλου πλέον δεν έχει ούτε αυτό. Το νερό το έκοψαν, το ρεύμα το ίδιο... αλλά όταν πήγαμε στο σπίτι της οικογένειάς της, προσφέρθηκε να μας κεράσει ένα ποτήρι νερό από το μπουκάλι που είχε μείνει. «Είναι το μόνο που έχω να σας προσφέρω», μας είπε, αλλά το έλεγε με την καρδιά της, περιγράφουν οι συντάκτες της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας.
Τη στιγμή που κάποιοι πανηγυρίζουν για το πρωτογενές πλεόνασμα, η Βασιλική και τα έξι παιδιά της στεγάζουν τα όνειρα και τις ελπίδες τους σε ένα μικρό σπίτι στις εργατικές κατοικίες του Αιγάλεω, που έχει δύο μικρά δωμάτια, μία στενή κουζίνα κι ένα μικρό σαλόνι. Αλλά κι αυτό κινδυνεύουν να το χάσουν από τα τέσσερα απλήρωτα ενοίκια.
Δεν ονειρεύονται τη μεγάλη ζωή... Θέλουν μόνο παπούτσια, ρούχα, λίγο φαγητό για να επιβιώσουν κι έναν αγγειολόγο για να γιατρέψει δωρεάν τη 16άχρονη Γαβριέλλα, που το μόνο που επιθυμεί είναι «μια κανονική ζωή, χωρίς να πονάω».
Δεν είναι ο πόνος από το σφίξιμο στο στομάχι της που γουργουρίζει. Αυτός περνάει με λίγο ρύζι, μία φέτα ψωμί. Κι όταν ούτε αυτά δεν υπάρχουν, ένα πιάτο χυλόσουπα από το φακελάκι με το αλεύρι, το μοναδικό φαγώσιμο στο ντουλάπι της κουζίνας, παρηγορεί την πείνα των παιδιών, κάθε τέσσερις μέρες.
Είναι ο πόνος που σφίγγει το κεφάλι και το μέτωπό της, τη γνάθο, τη μύτη. Αλλά αυτός δεν περνάει με τίποτα, γιατί τα χρήματα για να γίνει η μαγνητική (600-700 ευρώ) δεν υπάρχουν· η σύνταξη πολυτέκνων των 200 ευρώ κόπηκε για να «μαζευτεί το χρέος προς τη Γερμανία», όπως λέει στην «Κ.Ε.» η μητέρα της, και το βιβλιάριο απορίας δεν καλύπτει την εξέταση.
«Να πάω πού;»
Η μητέρα της είναι άνεργη. Τα 10 ευρώ που δίνει το μήνα η εκκλησία μετά βίας επαρκούν για ένα πιάτο φαΐ και αυτό φυσικά για μία μέρα. «Ξέρεις τι είναι να λιποθυμούν στο σχολείο τα παιδιά σου και να σε παίρνουν τηλέφωνο; Να πρέπει να γεμίσεις το στομάχι τους; Εξι παιδιά που ζουν συνέχεια με το φόβο να μείνουν στο δρόμο; Νιώθω ανίκανη», μας λέει. «Να πάω πού; Πού να μείνω; Ποιος θα μας δώσει μια στέγη; Πού να πάω με έξι παιδιά, δεν είναι ένα...».
Τα μάτια της δακρύζουν. Ελπίζετε; Και μας απαντάει «Ναι», χωρίς να το σκεφτεί στιγμή. «Ελπίζω στους ανθρώπους.
Δεν νομίζω ότι χάθηκε η ανθρωπιά. Υπάρχουν άνθρωποι φτωχοί που καταλαβαίνουν. Σε αυτούς απευθύνομαι. Ενας υπουργός δεν μπορεί να καταλάβει. Ενας άνθρωπος που περνάει τα ίδια μπορεί. Δεν έχει εγωισμό», μας εξηγεί.
Τη ρωτάμε αν από τη γειτονιά βοηθούν. «Είμαστε μια φτωχή γειτονιά. Ο ένας βοηθάει τον άλλον όσο κι όταν μπορεί. Τα τελευταία δύο χρόνια όμως η κατάσταση έχει παραγίνει. Πολλοί ψάχνουν τα βράδια στα σκουπίδια. Οι συνθήκες είναι απελπιστικές», μας λέει. Τη ρωτάμε αν έχει συγγενείς να τη βοηθήσουν. «Οι συγγενείς μου είναι τα παιδιά μου. Ο,τι συμβαίνει το συζητάω μαζί τους. Μαζί με αυτά παίρνω αποφάσεις κι ας είναι μικρά, αφού όλα μαζί τα περνάμε», προσθέτει.
«Αν το κράτος σώθηκε από τα 200 ευρώ που παίρναμε εμείς οι πολύτεκνοι, και τα έκοψαν χωρίς να κρίνουν καν ποιοι τα είχαν πραγματική ανάγκη, τότε τι να πω; Συγχαρητήρια. Σκέφτηκα να αυτοκτονήσω, αλλά δεν το έκανα για τα μικρά. Με κάνουν και χαμογελάω. Μου δίνουν δύναμη. Αλλά υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι που το έκαναν. Κι αυτοί δεν πέθαναν από καλοσύνη. Κάποιος τους έφτασε εκεί», συμπληρώνει.
«Αν δεν ξέρεις πώς είναι να πεινάς, δεν καταλαβαίνεις. Στην εποχή του πολέμου καταλαβαίνεις. Αλλά και τώρα γίνεται... πόλεμος και δεν ξέρεις το γιατί. Τώρα πια δεν χρειάζεται να σηκώσουν όπλο», καταλήγει και αναρωτιέται τι θα κόστιζε ένα γάλα, μια φέτα ψωμί ή ένα φρούτο να δίδεται σε όλα τα σχολεία για να μη λιποθυμούν τα παιδιά από την πείνα.
Η Β. Τριανταφύλλου μιλάει ανοιχτά. «Δεν έχω κάνει κάτι που να ντρέπομαι. Το μόνο που έχω κάνει είναι έξι παιδιά και νιώθω τύψεις που δεν μπορώ να τους προσφέρω», εξομολογείται.
«Αναγκάστηκα να χτυπήσω πόρτες για να βρω ένα ζευγάρι παπούτσια για το γιο μου. Δεν ήταν το νούμερό του. Ηταν στενά. Γέμισαν τα πόδια του πληγές. Σήμερα τον έστειλα στο σχολείο με κοριτσίστικα», καταλήγει.


Από «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου